Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπέρ
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπέρ το [ambér] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος.

[λόγ. < γαλλ. ampère < ανθρωπων. Ampère (όν. Γάλλου επιστήμονα)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπέρ [ambér] (& [ampér]) το, electr
  • ampere:~ ωριαία amper hour (syn αμπερώριο):
    • η ένταση του ρεύματος μετράται σε ~ |
    • για την ένταση μονάδα μετρήσεως είναι το ~

[fr Fr ampère 'ampere']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπεράζ [amberáz] το, electr
  • intensity of current, amperage

[fr Fr ampérage 'id.']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπέρδευτος, -η, -ο [abér∂eftos]
  • ① untangled, of yarn:
    • νήμα αμπέρδευτο
  • ⓐ uncomplicated:
    • στην εκφραστική ένταση συντελεί και η τεκτονική σύνθεση της συνολικής εικόνας, ώστε όλα να φαίνονται κανονικά ... και ν' ακούεται καθαρή κι αμπέρδευτη η βαθύτερη ουσία των πραγμάτων (Evangelidis)
  • ② fig unimplicated, uninvolved (syn άμπλεχτος):
    • στην κατάθεσή του στον ανακριτή δεν άφησε κανένα από τους γνωστούς του αμπέρδευτο

[cpd w. *μπερδευτός: μπερδεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπέρι [ambéri] το, region. (Cycl,
  • Crete etc) flower of the Acacia farnesiana (syn γαζία):
    • folks. την καλημέρα σου 'φερα, γλυκύτατο ~

[fr Turk amber 'ambergris' ← Arab]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπεριά [amberyá] η, region.
  • (Cycl, Crete, Dodec etc) bot cassie, huisache, Acacia farnesiana (syn γαζία)

[der of αμπέρι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπέριο s. αμπέρ.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπεριόμετρο [amberiómetro] το, amperemeter,
  • ammeter (syn αμπερόμετρο)

[fr Fr ampèremètre]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπερόλεπτο [amberólepto] το,
  • ampere minute

[cpd w. λεπτόν]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπερομετρικός, -ή, -ό [amberometrikós] electr
:
  • ~ γνώμων
  • Kelvin balance

[der of αμπερόμετρο]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες