Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπέλιον το· αμπέλι· αμπέλιν.
-
- 1) Kλήμα:
- εφύτεψεν αμπέλι (Πεντ. Γέν. IX 20).
- 2) Aμπέλι, αμπελώνας:
- T’ αμπέλι μου εξανάνιωσα με τις καταβολάδες (Πανώρ. Γ´ 316)·
- έχει αμπελία και ετέρας κληρονομίες (Μαχ. 19615).
[αρχ. ουσ. αμπέλιον. Ο τ. ‑ι και σήμ.]
- 1) Kλήμα: