Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπάσο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπάσο [abáso] το,
  • small net (Syros).
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπασογάμπια [abasoγámbia] η, (& αμπασογάπια) naut
  • lower topsail:
    • όπως από φωτιά στις καλαμιές σηκώνονται κολόνες οι καπνοί, έτσι κολόνες ανέβαιναν από τη θάλασσα στον ουρανό, πυκνό και βρώμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλότερο από την ~ του καταρτιού μας (Karkavitsas)

[cpd of αμπάσος & γάμπια 'top; topsail']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπασογραντί [abasoγrandí] το, naut
  • rope at the lower edge of the fishing net

[cpd w. γραντί 'leech']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπάσος, -α, -ο [abásos] region. (E
  • islands, Thrace) naut low (syn χαμηλός):
    • αμπάσο σκαφίδι |
    • ήτανε αμπάσο το μουράγιο |
    • είχε φουσκονεριά και το μουράγιο φαίνονταν αμπάσο |
    • με τα σκοινιά κομμένα τ' αμπάσο παρουκέτο του πλωριού έπεσε αλάκερο με τις αντένες του, καλοζυγιασμένο κι ορμητικό, και σκέπασε την κεφαλιωμένη του ναυτουριά (Vlami)

[fr LMG αμπάσος ← It abbasso 'below']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες