Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπά
93 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αμπά η,
βλ. αμπάς.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπαδένιος, -α, -ο [amba∂énjos] region. (Epir,
  • Thrace, Cycl etc) made of thick woolen cloth (αμπάς) (syn αμπαδίτικος):
    • αμπαδένιο πανωφόρι |
    • gnom αν δουλέψεις σ' αφεντικό που 'χει αμπαδένιο βρακί, θα μείνεις ξεβράκωτος (Tinos)

[der of αμπάς fr pl stem αμπάδ-ες w. suff -ένιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπαδίτικος, -η, -ο [amba∂ítikos] region. (Skiathos,
  • Dodec etc) = αμπαδένιος:
    • αμπαδίτικο βρακί, αμπαδίτικα φορέματα

[der of αμπάς w. suff -ίτικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπαδομούδα [aba∂omú∂a] η, (& μπασομούδα & μπασαμούδα) naut
  • reefed sails (syn μουδαρισμένα πανιά, πιασμένες μούδες)

[cpd w. μούδα 'reef']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπαζούρ το [abazúr] Ο (άκλ.) : απλή κατασκευή από αδιαφανές γυαλί, πορσελάνη, πλαστικό, μέταλλο, χαρτί ή άλλο υλικό, που προσαρμόζεται σε φορητή συνήθ. λάμπα, με σκοπό να συγκεντρώσει το φως σε μια κατεύθυνση, συνήθ. προς τα κάτω· καπέλο. || (επέκτ.) η φορητή λάμπα, το πορτατίφ.

[λόγ. < γαλλ. abat-jour]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπαζούρ [abazúr] (& [ambazúr]) το, indecl
  • lampshade:
    • το ~ της λάμπας |
    • σφαιρικό ~ globe |
    • λάμπα με ~ shaded lamp |
    • βάζω ~ σε λάμπα shade a lamp |
    • μια τεράστια λάμπα με πόδι ... με ~ διάφανο σε σχήμα κολοβής τετράπλευρης πυραμίδας (Melas) |
    • φωτάκια έριχναν ολόγυρα ένα πένθιμο, αμυδρό φως, διανθισμένα από μαύρα τούλινα ~ (Nirvanas) |
    • στο ταβάνι είναι κρεμασμένες ηλεκτρικές λάμπες με παράξενα ~ (Ouranis) |
    • τους ανθρώπους τους καίνε στους φούρνους και το πετσί τους οι ναζί το κάνουν ~ (Nakou)

[fr Fr abat-jour 'id.']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμπακας ο [ábakas] Ο5 & άμπακος ο [ábakos] Ο20 : στη ΦΡ τρώω τον άμπακα, τρώω υπερβολικά· ΣYN ΦΡ τρώω τον αγλέουρα / τον περίδρομο.

[< άμπακος `σχολική πλάκα (που είχε στρωμένη άμμο για γράψιμο)΄, κατ΄ επέκτ.: “πολύ σαν την άμμο” αντδ. < ιταλ. abbaco < λατ. abacus < αρχ. ἀβακ- (ἄβαξ δες άβακας) και μεταπλ. άμπακ(ος) -ας]

[Λεξικό Κριαρά]
άμπακος ο.
  • Αριθμητική:
    • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 86r).

[<ιταλ. abaco. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. και λαϊκ. (ΙΛ, Κριαρ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμπακος [ámbakos] (& [ábakos]) ο, (& region. [E
  • pir, Sterea, Peloponn etc] άμπακας)
  • ① rare or obsol arithmetic and accounting (during Turkokratia) region.:
    • ήξερε τα φραντζέζικα και τον άμπακο (Vlami)
  • ⓐ Pythagorean table of multiplication
  • ② large quantity, plenitude, abundance:
    • idiom phr ξέρει τον άμπακο he knows a lot (syn είναι πολυμαθής, σοφός, έξυπνος) |
    • τρώει τον άμπακο is voracious |
    • έφαγε τον άμπακο ate too much (syn έφαγε τον κόρακα or τον περίδρομο) ; fig was beaten thoroughly (syn έφαγε της χρονιάς του) |
    • δύο μποτίλιες αρετσίνωτο έχει στραγγίξει τσουγκρίζοντας με τον Tσαγκαράκη, που κι αυτός ρούφηξε τον άμπακο (AKotzias) |
    • του 'ψαλε τον άμπακο he dressed him down, told him off, heaped insults on him (syn του ψαλε τον αναβαλλόμενο or τον εξάψαλμο)

[fr It abaco 'abacus, calculating frame' bes abbaco ← Lat abacus ← AG ἄβακα (acc sg): ἄβαξ]

[Λεξικό Κριαρά]
αμπάλα η,
βλ. μπάλα.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες