Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμούστακος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμούστακος -η -ο [amústakos] Ε5 : που δεν έβγαλε ακόμα μουστάκι, ως χαρακτηρισμός πολύ νέου αγοριού· έφηβος: Aμούστακο παιδί / παλικάρι.

[α- 1 μουστάκ(ι) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμούστακος, -η, -ο [amústakos]
  • ① without a mustache (at all or shaved) (ant μουστακωμένος):
    • αμούστακη γάτα δε γίνεται a cat without whiskers is impossible |
    • οι πιο πολλοί άντρες είναι αμούστακοι, ξυρίζονται |
    • κείτεται χάμου με τ' αμούστακο πρόσωπο προς το ταβάνι (Myriv) |
    • πίσω καλπάζουνε άλλοι ... κάτι χλωμοί, αμούστακοι άντρες, σα γυναίκες, οι ευνούχοι (Petsalis)
  • ⓐ bot without awn or silk (syn χωρίς μουστάκια):
    • το αραποσίτι είν' ακόμα αμούστακο
  • ② without a mustache yet, still very young or in adolescence, raw (near-syn ανήλικος):
    • παιδί αμούστακο ακόμα young man still in adolescence |
    • νέος (ακόμα) ~, ~ λεβεντονιός, αμούστακο παλληκάρι (παλληκαράκι), αμούστακο παιδάριο (παιδάκι), ~ φοιτητάκος |
    • αμούστακα κληρωτάκια, αμούστακο εθελοντάκι |
    • ένας ~ διάκονος του Yψίστου (Melas) |
    • poem και πάλι κάτι αμούστακα της λεβεντιάς βλαστάρια (Palam)

[cpd w. μουστάκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες