Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμοίραστα [amírastα] adv
- undividedly (syn ακέραια, εξολοκλήρου):
- poem μου πρέπει όλος ο έρωτας ή όλο το μίσος ή όλη | κ' η καταφρόνια, ~· και δε μου φτάνει (Palam)
[der of αμοίραστος]
- undividedly (syn ακέραια, εξολοκλήρου):



