Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμνιοκέντηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμνιοκέντηση η [amniokéndisi] Ο33 : δειγματοληψία αμνιακού υγρού που γίνεται με παρακέντηση της αμνιακής κοιλότητας.

[λόγ. < αγγλ. amniocentesis < amnio- = άμνι(ον) -ο- + αρχ. κέντη(σις) `τσίμπημα, τρύπημα΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go