Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμνηστία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμνηστία η [amnistía] Ο25 : η άρση της ποινικής δίωξης για αδικήματα ομάδας υποδίκων ή καταδίκων, πράξη επιείκειας με την οποία η πολιτεία παραιτείται από την τιμωρία εγκλημάτων που διαπράχτηκαν εναντίον της: Γενική ~. Ο ανώτατος άρχοντας έχει δικαίωμα να δίνει ~ μόνο για πολιτικά αδικήματα. Διεθνής Aμνηστία, διεθνής οργάνωση για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την απελευθέρωση των μη ποινικών κρατουμένων.

[λόγ. < ελνστ. ἀμνηστία, αρχ. σημ.: `ξεχασιά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αμνηστία η.
  • Συγχώρηση:
    • (Aναγν., Στ. πολιτ. 46).

[αρχ. ουσ. αμνηστία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμνηστία [amnistía] η, (sp. also αμνηστεία)
:
  • γενική ~, μερική ~, |
  • η κυβέρνηση εχορήγησε ~ στους επαναστάτες |
  • εχορηγήθη ~ για το στρατιωτικό κίνημα |
  • οι ληστές αντί για λύτρα ζητούν ~ |
  • (ο ανώτατος άρχων) μπορεί να δίνει ~ μόνο για πολιτικά εγκλήματα με την ευθύνη του Yπουργικού Συμβουλίου (Christidis) |
  • όταν ένας καπετάνιος κλέφτης κέρδιζε την εύνοια της εξουσίας, έπαιρνε ~, καθώς λέμε τώρα, δηλ. προσκυνούσε και διοριζόταν αρματωλός (Vlachogiannis) |
  • με χίλιους όρκους τους έδινε υπόσχεση για γενική ~ (Melas) |
  • το 404 γίνεται ειρήνη και οι νικημένοι Aθηναίοι δίνουν ~ στους εξόριστους (Kakridis) |
  • ο Δάντης αρνήθηκε τους μειωτικούς όρους της αμνηστίας του 1315 (Kanellop) |
  • στ' αδικήματα της Eπανάστασης δίναν αμνηστία (Prevelakis)

[fr MG ← K, PatrG ἀμνηστία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες