Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμνησικακία η [amnisikakía] Ο25 : η ιδιότητα του αμνησίκακου. ANT μνησικακία.
[λόγ. < ελνστ. ἀμνησικακία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμνησικακία [amnisikacía] η, (L)
- lack of rancor or bitterness, unresentfulness, forgivingness (ant εκδικητικότητα, μνησικακία)
[fr K (LXX, pap) ἀμνησικακία, der of ἀμνησίκακος]



