Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμνημοσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμνημοσύνη η [amnimosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αμνήμονα.

[λόγ. < αρχ. ἀμνημοσύνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμνημοσύνη [amnimosíni] η, (L)
  • forgetfulness (syn αμνησία):
    • ο έφηβος, όλος μνήμη και ~ μαζί, θα νοιώσει ότι γίνεται σύντεχνος της ελληνικής μοίρας (Theodorakop) |
    • δυνάμει της ενεργητικότητας η υπόσταση εμπραγματώνεται, χωρίς να πέφτει στην ~ και τη διάσπαση (Georgoulis)

[fr ByzG αμνημοσύνη ← K, PatrG ← AG, der of αμνήμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες