Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμνήστευση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμνήστευση η [amnístefsi] Ο33 : παροχή αμνηστίας: ~ πολιτικών αδικημάτων.

[λόγ. αμνηστεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμνήστευση [amnístefsi] η, gen αμνήστευσης & αμνηστεύσεως,
  • granting of amnesty:
    • ~ πολιτικών αδικημάτων

[neol, der of αμνηστεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go