Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμότοπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμότοπος ο [amótopos] Ο20 : αμμώδης τόπος, περιοχή καλυμμένη με άμμο και συνεπώς άγονη· αμμούδα: Οι έρημοι αμμότοποι της Aραβίας.

[αμμο- + -τοπος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμότοπος [amótopos] ο,
  • sandy place (syn in αμμόγη)

[fr LMG (Ger. Vlachos) αμμότοπος, cpd w. τόπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες