Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμόσκονη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμόσκονη [amóskoni] η,
  • sand dust:
    • χτυπούσε το άλογό της, που έτρεχε σα δαιμονισμένο, σκορπίζοντας πίσω σύγνεφα την ~ (Karkavitsas) |
    • poem ~ πολλά ψηλή, δίχως αγέρα μηδ' αχό, | πνίγει τον κόκκινο ουρανό κλ (Varnalis)

[cpd w. σκόνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες