Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμμόλοφος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμόλοφος ο [amólofos] Ο20 : λόφος από άμμο.

[λόγ. αμμο- + λόφος μτφρδ. αγγλ. sandhill]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμόλοφος [amólofos] ο,
  • sandhill or sand dune, dune (near-syn αμμώδης λόφος):
    • μονόξυλα σπάνε τον υδάτινο καθρέφτη που τον κορνιζάρουν οι αμμόλοφοι στο μέρος της θάλασσας (Varelas) |
    • στάθηκα σ' ένα χαμηλό αμμόλοφο κι ώρα πολλή κοίταζα τα καταραμένα νερά (Kazantz) |
    • προσπαθώ να δημιουργήσω μια μικρή μοναξιά σ' ένα παράμερο αμμόλοφο, σε μια dune (Panagiotop) |
    • ο καιρός πύργωσε τον αμμόλοφό του πάνω στα κόκκαλα του ανθρώπου (id.) |
    • η αμμουδιά ξετυλίγεται χωρίς ένα βότσαλο χιλιόμετρα και χιλιόμετρα, απολήγοντας σε κυματισκούς αμμόλοφους (Ouranis) |
    • οι κίτρινοι αμμόλοφοι των ολλανδικών ακτών (id.) |
    • τρέχοντας έφτασε στους αμμόλοφους, στις θύνες (Iatridi) |
    • poem οι αμμόλοφοι ψηλώνουν | στις κορυφές τους ένα όρθιο κόκκαλο (TKoufop)

[neol, cpd w. λόφος; cf AG γή-λοφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go