Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμόλιθος [amóliθos] ο, (L)
- sandstone (syn αμμίτης, αμμόπετρα, αμμούδα 3, αμμουδόπετρα):
- στήλες από αμμόλιθο
[cpd w. λίθος; cf χαλκό-, χρυσό-, χρυσολευκό-λιθος]
- sandstone (syn αμμίτης, αμμόπετρα, αμμούδα 3, αμμουδόπετρα):



