Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμόλιθος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμόλιθος [amóliθos] ο, (L)
  • sandstone (syn αμμίτης, αμμόπετρα, αμμούδα 3, αμμουδόπετρα):
    • στήλες από αμμόλιθο

[cpd w. λίθος; cf χαλκό-, χρυσό-, χρυσολευκό-λιθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες