Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμοχαλίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμοχαλίκι [amoxalíci] το,
  • pebble:
    • poem και ξάφνου ακούστη μέγα μουγκρητό, τ' αμμοχαλίκια ετρίξαν (Kazantz Od 15.249)

[cpd w. χαλίκι ← ByzG χαλίκιν cf αμμοχάλικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες