Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμοσύρτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμοσύρτης [amosírtis] ο,
  • sand bank (syn αμμώδης μπάγκος, σύρτη)

[cpd w. ModG η σύρτη ← L σύρτις f; the change of gender after ModG ο μπάγκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες