Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοσούρα [amosúra] η, ocean.
- sea-bottom covered w. sand without vegetation
- ⓐ sandy bottom of the sea (syn αμμούδα 2b):
- ψάρια της αμμοσούρας ichth sand living fish
[cpd w. σούρα 'wrinkle, fold']