Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμοσούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμοσούρα [amosúra] η, ocean.
  • sea-bottom covered w. sand without vegetation
  • ⓐ sandy bottom of the sea (syn αμμούδα 2b):
    • ψάρια της αμμοσούρας ichth sand living fish

[cpd w. σούρα 'wrinkle, fold']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες