Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμοθύελλα η [amoθíela] Ο27 : πολύ ισχυρός άνεμος που σηκώνει σύννεφα από άμμο και σκόνη σε δίνες, συνηθισμένος στις ερήμους της Aραβίας και της Aφρικής.
[λόγ. αμμο- + θύελλα μτφρδ. αγγλ. sandstorm]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοθύελλα [amoθíela] η, meteorol
- sand storm (syn αμμοκαταιγίδα):
- δεν ξέρετε τι σημαίνει να βρεθείς μέσα στην ~! (Panagiotop) |
- o Πέρα Γιαλός, άμα πιάνουν οι βοριάδες, δεν ζυγώνεται από την ~ που ξεσηκώνει (Sfakianakis)
[cpd w. θύελλα]
- sand storm (syn αμμοκαταιγίδα):



