Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμοδόχη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμοδόχη η [amoδói] Ο30 : το αμμοδοχείο1.

[λόγ. αμμο- + ελνστ. -δόχη (θ. του ρ. δέχομαι, ως β' συνθ.) κατά το ελνστ. καπνοδόχη `καπνοδόχος΄ σημδ. γερμ. Sandfass ή αγγλ. sandbox]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες