Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμοδοχείο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμοδοχείο το [amoδoxío] Ο39 : 1.ειδικό δοχείο με πολύ λεπτή άμμο που την άπλωναν πάνω στα χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη. 2. δοχείο γεμάτο με άμμο το οποίο το χρησιμοποιούσαν ως σταχτοδοχείο, πτυελοδοχείο κτλ.

[λόγ. αμμο- + δοχείον μτφρδ. γερμ. Sandfass ή αγγλ. sandbox (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμοδοχείο [amo∂o ío] το, (L)
  • ① sand box, container holding loose sand
  • ⓐ shaker for sprinkling sand to dry ink (syn αμμουδερό):
    • ~ γραφείου
  • ⓑ container of sand for use when locomotive wheels slip (syn αμμοδόχη)
  • ② spittoon w. sand (syn αμμοθήκη, αμμουδερό)

[cpd w. δοχείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες