Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοβούνι [amovúni] το,
- hill of sand, sandhill:
- ασάλευτος απάνω στο ~ ένοιωθα τα μελίγγια μου να τρίζουν (Kazantz) |
- poem ... ξεδιάλεξε το πιο παχύ σφαγάρι | μες στο κοπάδι που λατάνισε ψες νύχτα απ' τ' αμμοβούνια chose the fattest beast in that herd he had stolen the night before from the sandhills (Kazantz Od 11.433)
[cpd of άμμος & βουνί]
- hill of sand, sandhill: