Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμοβολή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμοβολή η [amovolí] Ο29 : μέθοδος καθαρισμού μιας επιφάνειας με την εκτόξευση άμμου.

[λόγ. αμμο- + αρχ. -βολή < -βολῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες