Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμλετισμός [amletizmós] ο,
- indecision, postponement:
- ~ και αγωγή (title of a publication) |
- ζουν το δράμα του σεξουαλικού αμλετισμού (Charis)
[der of Άμλετ]
- indecision, postponement:



