Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμιγώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμιγώς [amiγós] adv (L)
  • without being mixed, unmixedly, purely (syn άμικτα, ανόθευτα, καθαρά):
    • ανάγλυφα ~ φραγκικά (Sotiriou) |
    • ορισμένες εκδόσεις δεν περιλαμβάνουν ~ φιλοσοφικά κείμενα (Benakis) |
    • στο τέλος καταντά σχεδόν ν' αποδείξει το αντίθετο |
    • ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ~ διαφθαρμένη (Athanasiadis-N)

[fr K, PatrG ἀμιγώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες