Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμιγώς [amiγós] adv (L)
- without being mixed, unmixedly, purely (syn άμικτα, ανόθευτα, καθαρά):
- ανάγλυφα ~ φραγκικά (Sotiriou) |
- ορισμένες εκδόσεις δεν περιλαμβάνουν ~ φιλοσοφικά κείμενα (Benakis) |
- στο τέλος καταντά σχεδόν ν' αποδείξει το αντίθετο |
- ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ~ διαφθαρμένη (Athanasiadis-N)
[fr K, PatrG ἀμιγώς]
- without being mixed, unmixedly, purely (syn άμικτα, ανόθευτα, καθαρά):



