Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμιαντωρυχείο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμιαντωρυχείο το [amiandorixío] Ο39 : ορυχείο αμιάντου: Εργάτης που δουλεύει σε ~.

[λόγ. αμιαντ(ο)- + -ωρυχείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμιαντωρυχείο [amiandori ío] το,
  • asbestos mine

[cpd w. ορυχείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες