Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμιάντωση η [amiándosi] Ο33 : (ιατρ.) πνευμονική πάθηση που οφείλεται σε εισπνοή μεγάλης ποσότητας από σκόνη αμιάντου.
[λόγ. αμίαντ(ος) -ωσις > -ωση μτφρδ. αγγλ. asbestosis (< λατ. asbestos < ελνστ. ἄσβεστος)]



