Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμετρήτως, επίρρ.
-
- Σε πολύ μεγάλο αριθμό:
- αρμάτωσεν ο βασιλεύς … γαλιότες και πλοιάρια, τσιβούδες αμετρήτως (Διήγ. Βελ. χ 84).
[μτγν. επίρρ. αμετρήτως]
- Σε πολύ μεγάλο αριθμό:



