Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετατόπιστος -η -ο [ametatópistos] Ε5 : που δεν τον έχουν μετατοπίσει. ANT μετατοπισμένος.
[λόγ. α- 1 μετατοπισ- (μετατοπίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετατόπιστος, -η, -ο [ametatópistos] (L)
- unmoved, undisplaced, untransferred (syn αμετακίνητος 1, ant μετατοπισμένος):
- poem νεκροί, νεκροί περιμένουν αμετατόπιστοι με τόση επιμονή (Kotsiras)
- ⓐ unmovable, untransferrable:
- το έπιπλο είναι τόσο βαρύ που είναι αμετατόπιστο από έναν εργάτη
[cpd w. *μετατοπιστός: μετατοπίζω]
- unmoved, undisplaced, untransferred (syn αμετακίνητος 1, ant μετατοπισμένος):



