Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετακίνητα [ametacínita] adv
- immovably, unalterably, firmly (syn αμετάθετα):
- νοιώθω ~ πως το τέρμα θα ήταν η σύνδεση που θα περιλάβαινε όλες τις άλλες συνδέσεις (Lambridi) |
- είναι ~ συντηρητικός |
- είναι ένας μύθος και τούτος, ο ~ απαισιόδοξος (Panagiotop) |
- είναι ~ βέβαιος πως αυτό που θέλει είναι το σωστό (id.) |
- το ηθικά καλό και κακό πρέπει ~ και αναγκαία να ανήκουν σε εκείνες τις πράξεις όπου υπάρχουν (Papanoutsos) |
- οι υπάλληλοι, που τους σκούριασε ανεπανόρθωτα η ρουτίνα, είναι ~ αγκυροβολημένοι στα παλαιά σχήματα (id.)
[der of αμετακίνητος]
- immovably, unalterably, firmly (syn αμετάθετα):



