Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετάπειστα [ametápista] adv
- obstinately, stubbornly, obdurately:
- poem καλύτερα να κρατάει στο στόμα του | την αλήθεια | σφιχτά κι ~ | σαν ένα κομμάτι ψωμί (NPappas)
[der of αμετάπειστος; cf K ἀμεταπείστως]
- obstinately, stubbornly, obdurately:



