Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμετάδοτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αμετάδοτος, επίθ.
  • Που δε δίνει, που δε χαρίζει· άσπλαχνος, σκληρός:
    • γίνουνται αμετάδοτοι, πτωχόν ουκ ελεούσι (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2638· Aποκ. Θεοτ. 252).

[μτγν. επίθ. αμετάδοτος (DGE). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμετάδοτος, -η, -ο [ametá∂otos] (L) & region.
  • ① not capable of being transmitted or shared (ant μεταδόσιμος) or untransmitted, unshared:
    • αμετάδοτο κάτι |
    • αμετάδοτη είδηση, αμετάδοτη γνώση, αμετάδοτη σοφία, αμετάδοτη πείρα |
    • αμετάδοτο πάθος |
    • η ουσία είναι αμετάδοτη |
    • αμετάδοτη παρουσία, αμετάδοτη υποκειμενικότητα |
    • αισθήσεις αμετάδοτες |
    • ο νους είναι πάντοτε ατομικός και ~ (Theodorakop) |
    • οι ακίνητες έννοιες ενός λαού, αμετάδοτες σ' άλλον λαό (id.) |
    • το αμετάδοτο όραμα των ματιών της ψυχής (id.) |
    • συνείδηση και συναίσθηση αμετάδοτη στους άλλους (id.) |
    • οι αμετάδοτες διαθέσεις του νοούντος (Tatakis) |
    • το μυστικό καταντά να είναι εντελώς αμετάδοτο (Thrylos) |
    • η βαθύτερη εξομολόγηση είναι αμετάδοτη (id.) |
    • poem σα να 'χε ανακαλύψει | κάτι μεγάλο κι αμετάδοτο (Ritsos)
  • ⓐ act. incapable of transmitting ideas, knowledge etc to others, uncommunicative (ant μεταδοτικός):
    • διδάσκαλος ~ |
    • ο άνθρωπος είναι ~ (Thrylos)
  • ② med not catching, non-infectious, non-contagious (ant κολλητικός, λοιμώδης, μεταδοτικός, μολυσματικός):
    • αμετάδοτη ασθένεια (νόσος, αρρώστια) (ant μεταδοτική νόσος)
  • ③ eccl, region. not having taken holy communion (syn in ακοινώνητος 2a):
    • είμαι δέκα χρόνια ~ |
    • πέθανε ο καημένος ~

[fr MG, ByzG αμετάδοτος ← LK (pap), PatrG ἀμετάδοτος, cpd w. K μεταδοτός (cf also ευ-μετάδοτος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες