Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμερολήπτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμερολήπτως [amerolíptos] adv (L) = αμερόληπτα
:
  • κρίνω ~ |
  • διαχειρίζεται ~ τις υποθέσεις του δημοσίου

[der of αμερόληπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες