Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμερικανοποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικανοποίηση [amerikanopíisi] η, gen αμερικανοποίησης,
  • Americanization (syn εξαμερικανισμός):
    • ξέρω, η ~του κόσμου είναι ένα από τα πιο θλιβερά κι αναπόφευγα στάδια που θα περάσει ο βιομηχανικός πολιτισμός, πριν να χαθεί (Kazantz) |
    • σ' όλους αυτούς τους νεαρούς και τις νεαρές (στη Bαρκελώνη) βλέπει κανείς μια προσπάθεια αμερικανοποίησης (Ouranis)

[der of αμερικανοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες