Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικανίζω [amerikanízo] prp αμερικανίζων, mediop αμερικανίζομαι, pf έχει αμερικανιστή
- ① intr behave or act as an American, imitate the Americans:
- ήταν ένας συγγραφέας που αμερικάνιζε στις μεθόδους του και στη ζωή του (Ouranis) |
- αν αμερικανίζει το τμήμα τούτο της πολιτείας κατά το διάστημα της ημέρας, πόσο περισσότερο τη νύκτα (Papatsonis)
- ② trans Americanize (syn εξαμερικανίζω)
- ⓐ mediop αμερικανίζομαι be Americanized:
- η νέα γενεά που έχει φυσικά αμερικανιστεί αρχίζει και να καμαρώνει για την ελληνική καταγωγή της (Papanoutsos)
[der of αμερικανός]
- ① intr behave or act as an American, imitate the Americans:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικανίζων, -ουσα, -ον [amerikanízon]
- imitating American ways, Americanized:
- καινούργια αμερικανίζουσα λεωφόρος |
- στο καινούργιο τούτο βουλεβάρτο βρίσκεται στημένο το εξίσου αμερικανίζον ξενοδοχείο Aμπασαντόρ (Papatsonis) |
- θανάσιμος ήταν ο σαρκασμός του για την αμερικανίζουσα σκηνοθεσία του "Oιδίποδα" (Athanasiadis-N)
[prp of αμερικανίζω]
- imitating American ways, Americanized:



