Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμερίμνως, επίρρ.
-
- 1) Xωρίς φροντίδα, ξένοιαστα:
- (Διγ. Gr. 1384).
- 2) Xωρίς ανησυχία· άφοβα, ανενόχλητα:
- (Δούκ. 14132, 36314).
[μτγν. επίρρ. αμερίμνως (DGE, λ. ‑ος)]
- 1) Xωρίς φροντίδα, ξένοιαστα:



