Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμβλώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμβλώνω [amvlóno] Ρ1α : (λόγ.) κάνω ή προκαλώ άμβλωση.

[λόγ. < αρχ. ἀμβλ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμβλώνω [amvlóno] aor άμβλωσε,
  • abort:
    • poem ιδού εγώ καταντικρύ | του μελανού φορέματος των αποφασισμένων | και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε | γαστέρας το άγγρισμα! (Elytis)

[fr K ἀμβλῶ (-όω) (bes ἀμβλώω, ἀμβλίσκω); cf also Hesych. ἐξαμβλοί (s. ἀμβλύσκει)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go