Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμβλύτητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμβλύτητα [amvlítita] η, (& αμβλύτης) (L)
  • ① bluntness (ant αιχμηρότητα, οξύτητα):
    • η ~ των δοντιών, του μαχαιριού
  • ② fig dullness, weakness (syn ατονία, εξασθένηση):
    • ~ της οράσεως |
    • ~ του νου |
    • ~ της σκέψεως
  • ⓐ weak mind, stupidity (syn ανοησία, μωρία):
    • οι αντιστάσεις και τα εμπόδια είναι ισχυρότερα και επικίνδυνα μέσα στον άνθρωπο (είναι η οκνηρία, η βιασύνη, η ευπιστία, η δειλία του, καθώς και η ~ κλ) παρά έξω (Papanoutsos)

[fr K, AG ἀμβλύτης, der of ἀμβλύς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go