Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμβλύνω [amvlíno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω κτ. αμβλύ. ANT οξύνω. 1. (σπάν.) αφαιρώ την αιχμηρότητα, την οξύτητα από κάποιο αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο. 2α. (ιδ. για τις αισθήσεις και τις πνευματικές λειτουργίες) χειροτερεύω κτ. έτσι ώστε αυτό να είναι λιγότερο αποτελεσματικό: Aμβλύνεται η όραση / η όσφρηση / η ακοή. H γήρανση αμβλύνει τις πνευματικές ικανότητες. β. κάνω λιγότερο έντονο κτ. ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο: Φάρμακα που αμβλύνουν αλλά δεν εξαφανίζουν τον πόνο. Προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που δε λύνουν, απλώς αμβλύνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀμβλύνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμβλύνω [amvlíno] imper pr άμβλυνε, ipf
- & aor άμβυλνα, pf έχω αμβλύνει, pass αμβλύνομαι, aor αμβλύνθηκα, subj αμβλυνθώ & αμβλυθώ, ppp αμβλυμένος (L)
- ① act. make blunt, to blunt (syn στομώνω):
- ~ το μαχαίρι (ant ακονίζω, τροχίζω) |
- o B. θέλησε να αμβλύνει τις αιχμές της δικής του θεωρίας (Kanellop) |
- poem αρκεί, γλυκύτατε Έρωτα | αρκεί! | άμβλυνε τις λεπίδες σου τις ώρες (Spanias)
- ② fig blunt, dull, decrease, diminish (syn αδυνατίζω, εξασθενίζω, μειώνω, χαλαρώνω):
- οι αισθήσεις μας αμβλύνονται |
- η ευαισθησία μας αμβλύνεται |
- τα ελαττώματα αμβλύνουν την κρίση |
- αμβλύνεται ο λογισμός από παθήματα οργάνων του σώματος |
- έχει αμβλυνθεί το ηθικό μας αισθητήριο |
- ~ τα αισθήματα blunt the feelings |
- ~ την οργή blunt the anger (syn καταπραΰνω, κατευνάζω) |
- ο χρόνος αμβλύνει τα πάθη, τα μίση κλ |
- μερικά φάρμακα αμβλύνουν τον πόνο some drugs dull the pain |
- είχαμε ανάγκη να αμβλύνουμε τη μοναξιά |
- οι ακρότητες έχουν αμβλυθεί |
- η εξήγηση αμβλύνει την οξύτητα |
- η απουσία του πάθους αμβλύνει την κριτική διάθεση |
- η ενασχόληση με τα ατομικά προβλήματα αμβλύνει το ενδιαφέρον για τα δημόσια |
- και τα μικρά απαλύνουν τη ζωή, αμβλύνουν τις τραχύτητες, τις νευρικότητες, τις χυδαιότητες κλ (Palaiologos) |
- η καταπίεση δεν μπορεί να είναι μακρόβια και προσπαθεί ν' αμβλυθεί (Panagiotop) |
- το Bυζάντιο άμβλυνε τον ιουδαϊκό δογματισμό (Michelis) |
- ο κοινός κίνδυνος από τον κατακτητή αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις (Vacalop) |
- η μακρά συνήθεια έχει αμβλύνει την αντίληψή μας (Papanoutsos) |
- ο άνθρωπος μπορεί να λυτρωθεί από τα πάθη ή να τ' αμβλύνει και να τα χαλιναγωγήσει (id.) |
- όταν εξασθενεί ο ψυχικός τόνος, αμβλύνεται η συναίσθηση της πραγματικότητας (id.) |
- το γλωσσικό αισθητήριο έχει αμβλυνθεί από την επαφή με τη σχολική γλώσσα (sc με την καθαρεύουσα) (Dimaras) |
- η συνήθεια και η παράδοση αμβλύνουν την παρατήρηση (Sotirakis) |
- οι αλλεπάλληλες εφευρέσεις και κατακτήσεις άμβλυναν την ικανότητά μας να θαμπωνόμαστε και να απορούμε (Thrylos)
[fr MG, K, ← AG ἀμβλύνω]
- ① act. make blunt, to blunt (syn στομώνω):



