Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμβλυωπικός
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμβλυωπικός -ή -ό [amvliopikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αμβλυωπία ή με τον αμβλύωπα. || (ως ουσ.) ο αμβλυωπικός, ο αμβλύωπας.

[λόγ. αμβλυωπ(ία) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμβλυωπικός1 [amvliopikós] ο, (L)
  • sufferer from amblyopia (syn L αμβλύωψ)

[substantiv. m of αμβλυωπικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμβλυωπικός2, -ή, -ό [amvliopikós] (L)
  • of or relating to amblyopia:
    • αμβλυωπικά γυαλιά

[der of AG ἀμβλυωπός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go