Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμβλυωπία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμβλυωπία η [amvliopía] Ο25 : (ιατρ.) εξασθένιση, αδυναμία της όρασης.

[λόγ. < αρχ. ἀμβλυωπία]

[Λεξικό Κριαρά]
αμβλυωπία η· αβλυωπία, (Ιατροσόφ. 3611).

[αρχ. ουσ. αμβλυωπία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμβλυωπία [amvliopía] η, (L)
  • ① ophthalm dimness of sight, dim-sightedness, partial loss of vision, amblyopia (syn αμβλύτητα or εξασθένηση της οράσεως)
  • ② fig shortsightedness, imperceptiveness:
    • και δεν είναι μόνο ότι ο Γρυπάρης σαν ποιητής έχει πλευρές ανώτερες από τον Παλαμά, που μόνο με του Σολωμού την τελευταία περίοδο μπορούν να συγκριθούν - αυτό στο κάτω-κάτω μπορεί να θεωρηθεί σαν κριτική ~ (Valetas)

[fr AG ἀμβλυωπία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες