Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαύρωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαύρωση η [amávrosi] Ο33 : 1.(σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αμαυρώνω. 2. (λόγ.) το να γίνεται κάτι αμαυρό, θαμπό. || (ιατρ.): ~ οφθαλμού. || (χημ.): ~ μετάλλου. || (αστρον.): ~ χείλους.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀμαύρω(σις) -ση· 1: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαύρωση [amávrosi] η, (& L αμαύρωσις)
  • ① blackening, darkening, tarnishing:
    • ~ του αρνητικού blackening of the negative
  • ⓐ fading:
    • ~ του φωτός της ημέρας fading of daylight
  • ⓑ tv blanking
  • ② med partial or total blindness, amaurosis (syn in αμαυρότητα)
  • ③ fig putting a stain on s.o., tarnishing, defamation (syn κηλίδωση)

[fr K ἀμαύρωσις ← AG; cf also ἀπ-, ἐξ-αμαύρωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες