Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαυρότητα [amavrótita] η,
- ① dimness, obscurity (ant φωτεινότητα)
- ② med dimming of vision, partial or total loss of vision, amaurosis (syn αμαύρωση 2, θολούρα των ματιών)
- ③ fig faintness, vagueness (syn ασάφεια)
- ⓐ suspiciousness, reprehensibility (syn το επιλήψιμο)
[fr ByzG αμαυρότης 'dimness']



