Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαρκάριστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαρκάριστος -η -ο [amarkáristos] Ε5 : που δεν τον έχουν μαρκάρει. ANT μαρκαρισμένος. 1. (για πργ.) που δεν του έχουν βάλει κάποιο χαρακτηριστικό σημάδι, για να τον γνωρίζουν: Δανείστηκε αμαρκάριστες καρέκλες και δεν μπορεί να τις ξεχωρίσει από τις δικές του. 2. που κανείς αντίπαλος δεν παρεμποδίζει τις κινήσεις του: ~ παίχτης.

[α- 1 μαρκαρισ- (μαρκάρω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαρκάριστος, -η, -ο [amarkáristos]
  • ① not marked w. a distinguishing sign or mark such as initials of a name etc, unmarked (ant μαρκαρισμένος, σημαδεμένος):
    • αμαρκάριστα υφάσματα |
    • αμαρκάριστο πουκάμισο, μαξιλάρι αμαρκάριστο |
    • τα μαντήλια είναι αμαρκάριστα
  • ② of food, beverages etc, for which no counter or token was given to the checking employee (ant μαρκαρισμένος):
    • το φαγητό έμεινο αμαρκάριστο |
    • καφές ~ |
    • μη δίνεις ποτά αμαρκάριστα

[cpd w. *μαρκαριστός: μαρκάρω (aor μαρκάρισα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες