Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαξόδρομος ο [amaksóδromos] Ο20 : (προφ.) ο αμαξιτός δρόμος.
[αμάξ(ι) -ο- + -δρομος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαξόδρομος [amaksó∂romos] ο,
- carriage road, highway (syn in αμαξιτός δρόμος, s. αμαξιτός):
- ένας ~ πέντε χιλιόμετρα καταλήγει στη θάλασσα (Ouranis) |
- ο διάκος κοιτούσε τα σπαρμένα χωράφια, τον αμαξόδρομο και κάτου τα περιβολάκια της Σαρακήνης (Angeloglou)
[cpd of αμάξι & δρόμος]
- carriage road, highway (syn in αμαξιτός δρόμος, s. αμαξιτός):



