Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαξηλάτης ο [amaksilátis] Ο10 : (λόγ.) ο αμαξάς.
[λόγ. < ελνστ. ἁμαξηλάτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαξηλάτης [amaksilátis] ο, (L) & dial (& αμαξολάτης)
- coachman, driver (syn in αμαξάς 1):
- ατζαμής αμαξολάτης |
- prov αντί να τρίζει τ' αμάξι τρίζει ο αμαξολάτης instead of the sufferer, he who had not suffered protests |
- στη στεριά μπορείς να ταξιδέψεις με μεγάλα αμάξια, όπου είναι ζεμένα έξι κι οχτώ άλογα, που τα ξαλλάζουν οι αμαξηλάτες, όταν κουραστούν (KParaschos) |
- ανέβηκε και ο ίδιος δίπλα στον αμαξηλάτη Σαμπρή, στο αμάξι (Bakalakis) |
- ο αγώνας ήταν επικίνδυνος, γιατί το νερό έφτανε ως το απάνω μέρος της ρόδας και χρειάζονταν μεγάλη δεξιότητα του αμαξηλάτη για να μη γλιστρήσουν τα άλογα (Athanasiadis-N) |
- poem ο αμαξολάτης μας το τρίδιπλο μαστίγι του χερώνει (Kazantz Od 4.1343)
[fr early & late K ἁμαξηλάτης (pap, 2nd-4th c. AD) bes ἁμαξολάτης (2nd c. AD), cpd w. ἑλάτης]
- coachman, driver (syn in αμαξάς 1):



