Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαξάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαξάς ο [amaksás] Ο1 : επαγγελματίας οδηγός άμαξας· καροτσέρης: Tράβα, αμαξά μου, να χαρείς, όσο πιο γρήγορα μπορείς.

[μσν. αμαξάς < άμαξ(α), αμάξ(ι) -άς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαξάς [amaksás] ο,
  • ① coachman, cabdriver, driver, teamster (syn αμαξηλάτης, καροτσέρης):
    • ανέβηκα στην άμαξα και ο ~ χτύπησε τ' άλογο |
    • ο πολιτικός οφείλει ν' ακολουθεί την κοινή γνώμη ακριβώς όπως ο ~ ακολουθεί τ' άλογά του, κρατώντας στερεά τα χαλινάρια και οδηγώντας τα (Vrettakos) |
    • ήτανε μια γενιά λεβέντηδων αμαξάδων, πρώτων στην πιάτσα, τ' αμάξια τους άστραφταν, τ' άλογά τους τα καμάρωνε ο τόπος και οι ίδιοι ήταν άσοι στα γκέμια (Melas) |
    • rembetiko η άμαξα μες στη βροχή· | τράβα, αμαξά μη μου βραχεί | το κορίτσι που 'ναι μέσα |
    • poem εε! εε! τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες (Elytis)
  • ② coach builder, carriage maker (syn L αμαξοπηγός, αμαξοποιός, αμαξουργός)

[der of MG αμάξιν w. suff -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες