Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαξάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμαξάρα [amaksára] η,
  • large carriage (syn μεγάλο αμάξι)

[der of αμάξι or άμαξα w. suff -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες