Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαξάδικο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαξάδικο το [amaksáδiko] Ο41 : (προφ.) το αμαξοποιείο.

[αμαξ(άς) -άδικο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαξάδικο [amaksá∂iko] το,
  • ① coach factory, carriage factory (syn αμαξοποιείο, αμαξουργείο)
  • ② coach house (syn αμαξοστάσιο)

[substantiv. n of αμαξάδικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαξάδικος, -η, -ο [amaksá∂ikos]
  • ① of or pertaining to a carriage or coach:
    • άλογα αμαξάδικα |
    • αμαξάδικη ταπετσαρία
  • ② of or pertaining to a coachman:
    • αμαξάδικα φερσίματα |
    • λόγια αμαξάδικα |
    • παλιοκουβέντες αμαξάδικες

[der of άμαξα but for meaning 2 fr stem of pl αμαξάδες of αμαξάς; cf K ἁμαξικός 'relating to a carriage']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες