Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμανίτης ο· ομανίτης.
-
- Μανιτάρι:
- (Mάρκ., Bουλκ. 3436).
[μτγν. ουσ. αμανίτης. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Μανιτάρι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμανίτης [amanítis] ο, bot (L) & region. (Crete,
- Cycl, EGreece) any of various fungi of the genus Agaricus, mushroom, agaric (syn μανιτάρι, kath μύκης)
[fr MG αμανίτης ← ByzG ← K, AG ἀμανίτης]



